- αινοτύραννος
- αἰνοτύραννος, ο (Α) [αἰνός]φοβερός τύραννος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰνοτύραννος — dreadful tyrant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνοτύραννε — αἰνοτύραννος dreadful tyrant masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)